- σύγκριση
- η / σύγκρισις, -ίσεως, ΝΑ [συγκρίνω]η δια τών αισθήσεων επιδίωξη τού προσδιορισμού τών ομοιοτήτων, τών διαφορών και γενικά τών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή φαινομένων προς τα οποία η προσοχή τού υποκειμένου στρέφεται είτε εκ περιτροπής είτε ταυτόχρονανεοελλ.1. γραμμ. η δήλωση ότι η ποιότητα ή η ιδιότητα που εκφράζει ένα επίθετο υπάρχει σε υψηλότερο βαθμό σε ένα ουσιαστικό σε σχέση με άλλο ομοειδές ή ετεροειδές ή με άλλα τα οποία λαμβάνονται ως ένα2. φρ. «κοινωνική σύγκριση»(ψυχολ.) η τάση τών ατόμων να συγκρίνουν τη στάση και τις ικανότητες τους με εκείνες άλλων ατόμωναρχ.1. η παραγωγή συγκρίματος, σχηματισμός που προκύπτει από τη συνένωση στοιχείων, σύνθεση2. σύσταση («γεώδους ἀντεχόμενα συγκρίσεως», Διόδ.)3. σύνθετη ουσία4. ύλη, υλικό5. εισφορά6. ερμηνεία, εξήγηση7. απόφαση8. (η δοτ. ως επίρρ.) συγκρίσειμε παραβολή, με αντιπαραβολή9. φρ. α) «κατὰ σύγκρισιν» — με σύγκριση, συγκριτικώς (λεξ. Σούδα)β) «οὐδ ἔχων σύγκρισιν πρός τι» — ανώτερος συγκρίσεως, ασύγκριτα καλύτερος Αθήν..
Dictionary of Greek. 2013.